θρασυμέμνων

θρασυμέμνων
θρασυ-μέμνων, ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epith. of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρασυμέμνων — θρασυμέμνων, ονος,ὁ (Α) (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τού Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»] …   Dictionary of Greek

  • θρασυμέμνων — mánma masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυμέμνονα — θρασυμέμνων mánma neut nom/voc/acc pl θρασυμέμνων mánma masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυμέμνονος — θρασυμέμνων mánma gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”